- σιαλαγωγός
- -ό, Ν1. αυτός που διοχετεύει το σάλιο («σιαλαγωγός πόρος»)2. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα σιαλαγωγά(φαρμ.) φάρμακα που προκαλούν υπερέκκριση σάλιου, όπως είναι η πιλοκαρπίνη3. φρ. «σιαλαγωγά φάρμακα» — τα σιαλαγωγά.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. sialagogue < σίαλον «σάλιο» + αγωγός (< ἄγω)].
Dictionary of Greek. 2013.